-
1 κύρτος
κύρτ-ος, ὁ,A = κύρτη 1, Sapph.120, Pl.Sph. 220c, POxy.520.20 (ii A.D.);τῷ τοῦ κ. πλέγματι Pl.Ti. 79d
; μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις weels that secure a lazy prey for men whether asleep or awake, Id.Lg. 823e (hence prov.εὕδοντι κ. αἱρεῖ Diogenian.4.65
), cf. Lib.Ep.86.1;κύρτῳ θηρεύουσι τοὺς ἰχθῦς Arist. HA 603a7
.
См. также в других словарях:
κύρτος — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek